-
1 φωτογραφία
[фотографиа] ουσ. Θ. фотография. фотографировать. θ. (ζωγρ.) оттенение, нюанс,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωτογραφία
-
2 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
3 карточка
карточка ж в разн. знач. η κάρτα каталожная \карточка η φίσα, η καρτέλα визитная \карточка το επισκεπτήριο фотографи ческая \карточка η φωτογραφία* * *ж в разн. знач.η κάρταкатало́жная ка́рточка — η φίσα, η καρτέλα
визи́тнаяка́рточка — το επισκεπτήριο
фотографи́ческая ка́рточка — η φωτογραφία
-
4 снимок
снимок м η φωτογραφία· рентгеновский \снимок η ακτινογραφία* * *мη φωτογραφίαрентге́новский сни́мок — η ακτινογραφία
-
5 фото
-
6 фотография
фотография ж 1) (снимок) η φωτογραφία; заниматься \фотографияей ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη) 2) (ателье ) το φωτογραφείο* * *ж1) ( снимок) η φωτογραφίαзанима́ться фотогра́фией — ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη)
2) ( ателье) το φωτογραφείο -
7 цветной
цветной έγχρωμος, χρωματιστός· \цветной фильм το έγχρωμο φιλμ; \цветнойая фотография η έγχρωμη φωτογραφία; \цветнойые металлы τα έγχρωμα μέταλλα* * *έγχρωμος, χρωματιστόςцветно́й фильм — το έγχρωμο φιλμ
цветна́я фотогра́фия — η έγχρωμη φωτογραφία
цветны́е мета́ллы — τα έγχρωμα μέταλλα
-
8 фотография
фотографияж1. (действие) ἡ φωτογραφία, ἡ φωτογράφηση:моментальная \фотография τό στιγμιότυπο[ν], τό ἐνσταντανἔ2. (снимок) ἡ φωτογραφία· цветная \фотография ἡ φωτοχρωμία·3. (мастерская) τό φωτο-γραφείο[ν]. -
9 снимок
-мка α.1. αφαίρεση, βγάλσιμο.2. φωτογραφία•любительский снимок ερασιτεχνική φωτογραφία.
3. παλ. αποτύπωση•снимок моноты αποτύπωση νομίσματος.
-
10 фотография
-и θ.1. φωτογραφία, φωτογραφική.2. εικόνα•цветная фотография έγχρωμη φωτογραφία.
|| μτφ. ακριβής απεικόνιση.3. φωτογραφείο.4. παρατήρηση και χρονομέτρηση (ορισμένων ενεργειών).εκφρ.моментальная фотография – το στιγμιότυπο, το ινσταντανέ. -
11 вирирование
(в фотографии) о (μονόχρωμος) χρωματισμός ασπρόμαυρης φωτογραφίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вирирование
-
12 кадр
η εικόνα, η φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кадр
-
13 карточка
η κάρτα, η καρτέλλαвизитная - η κάρτα, το επισκεπτήριοкредитная - (банк.) πιστωτική -почтовая - το ταχυδρομικό δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλучётная - το δελτίο/η κάρτα απογραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карточка
-
14 макросъёмка
η υπερμεγέθη φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > макросъёмка
-
15 микрофотография
η μικροφωτογραφίαη μικροσκοπική φωτογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микрофотография
-
16 ореол
кфт. η ανεπιθύμητη άλως που εμφανίζεται στα πολύ φωτισμένα σημεία στη φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ореол
-
17 ореолообразование
кфт. η δημιουργία της ανεπιθύμητης άλω, που εμφανίζεται στα πολύ φωτισμένα σημεία στη φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ореолообразование
-
18 сепия
1.(головоногий моллюск) η ση-πία, разг. η σουπιά 2. (коричневая краска) η σέπια 3. (фотография коричневого тона) η φωτογραφία με καφετί φόντο/χρώμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сепия
-
19 слайд
(диапозитив) η διαφανής φωτογραφία, разг. το σλάϊντ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слайд
-
20 снимать
1. (доставать, брать) παίρνω, πιάνω- книгу с полки παίρνω/βγάζω το βιβλίο από το ράφι2. (убирать, удалять) παίρνω, αφαιρώ, βγάζω 3. (отделять, освобождать) αφαιρώ, βγάζω, ελευθερώνω 4. (разбирать, демонтировать) εξαρμόζω, αφαιρώ 5. (удалять, освобождать) βγάζω 6. (уничтожать, упразднять) βγάζω, σταματώ, αιρώ 7. (собирать, убирать) μαζεύω 8. (отстранять от занимаемой должности) απολύω 9. (отменять, объявлять недействительным) ακυρώνω, βγάζω Ю.(фотографировать) βγάζω (φωτογραφία) 11. (напр. кинофильм) γυρίζω (την ταινία) 12. (брать внаем) (εν)οικιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > снимать
См. также в других словарях:
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
φωτογραφία — η 1. η τέχνη της αποτύπωσης μόνιμης εικόνας (με την επίδραση του φωτός) σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια (πλάκα, χαρτί, φιλμ κτλ.) μέσα σε σκοτεινό θάλαμο. 2. η εικόνα που αποτυπώθηκε με αυτόν τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek